Τα δέκα τα καλά!


10 Ελληνικές ποικιλίες κρασιού που αξίζει να γνωρίζετε.

 

Η Ελλάδα είναι μια από τις αρχαιότερες αμπελουργικές περιοχές του κόσμου και μία από τις πρώτες οινοπαραγωγικές περιοχές στην Ευρώπη. Τα πρώτα στοιχεία της παραγωγής χρονολογούνται πριν από 6.500 χρόνια! Παρόλο που στις μέρες μας παράγονται κρασιά τα οποία έχουν αμιγείς ξένες ποικιλίες ή είναι συνδυασμός από Ελληνικές και ξένες, έχει ενδιαφέρον να αναφερθούμε σε κάποιες βασικές καθαρά Ελληνικές, τις οποίες αξίζει όλοι να γνωρίζουμε. Προφανώς υπάρχουν και άλλες πολλές (Αθήρι, Βηλάνα, Βιδιανό,Ντεμπίνα, Ρομπόλα, Μανδηλαριά) που αξίζει εξίσου να ανακαλύψετε και να απολαύσετε. Δεν πρέπει επίσης να παραλείψουμε να πούμε ότι η ελληνική αμπελουργία έχει σημειώσει αλματώδη ανάπτυξη τις τελευταίες δεκαετίες και οι σύγχρονοι οινοπαραγωγοί με γνώση και πολύ μεράκι ελπίζουν να μετατρέψουν σύντομα τη χώρα μας σε υψηλό προορισμό των απανταχού wine lovers!


Έχει σημασία να μπορούμε να αναγνωρίζουμε όσα αναγράφονται στις ετικέτες των κρασιών μας (που συχνά αποτελούν ...μικρά έργα τέχνης!). Οι ενδείξεις ετικέτας κρασιού χωρίζονται στις υποχρεωτικές και στις προαιρετικές. Οι υποχρεωτικές ενδείξεις είναι οι εξής:

Η κατηγορία κρασιού (π.χ. οίνος ΠΟΠ, ΠΓΕ κ.λπ.). Στην περίπτωση των οίνων ΠΟΠ (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) και ΠΓΕ (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη) αναγράφεται και το τοπωνύμιο της προέλευσής τους και όταν η παραγωγή τους πληροί τις προϋποθέσεις (σχεδόν αυτονόητες από την ίδια τη λέξη), μπορεί να αναγραφούν οι ενδείξεις: Κτήμα, Αρχοντικό, Πύργος, Μοναστήρι ή Κάστρο.

Το όνομα και η διεύθυνση του εμφιαλωτή.

  • Ο ονομαστικός όγκος της φιάλης (π.χ. 750 ml).
  • Ο αλκοολικός τίτλος (π.χ. 12% vol).
  • Ο τύπος κρασιού (π.χ. λευκός, γλυκός, αφρώδης κ.λπ.).
  • Η ένδειξη ελληνικό προϊόν.

 

Παράλληλα με τις υποχρεωτικές ενδείξεις ετικέτας κρασιού, οι φιάλες των οίνων ΠΟΠ φορούν «ιππαστί» στο στόμιο τους ειδική ταινία ελέγχου του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ενώ στις ετικέτες των οίνων ΠΓΕ αναγράφεται ένας κωδικός ελέγχου.

Επιπλέον, κάθε οινοπαραγωγός μπορεί να δώσει περισσότερες πληροφορίες για το κρασί του, μέσω των προαιρετικών ενδείξεων ετικέτας κρασιού. Τέτοιες είναι διάφορες προτάσεις σερβιρίσματος, αρμονίας με φαγητό κ.λπ. Ειδικά στα κρασιά ΠΟΠ και ΠΓΕ, που κοινοποιούν την καταγωγή τους, μπορεί να δώσει πληροφορίες για τον τόπο και το σταφύλι παραγωγής, την οινοποίηση, την πιθανή παλαίωση του κρασιού κ.λπ. Μπορεί επίσης να αναγράφεται η εσοδεία (η χρονιά δηλαδή συγκομιδής των σταφυλιών), που προφυλάσσει από την αγορά «γερασμένων» κρασιών, προϊδεάζει για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης φιάλης κ.ά.
Ας δούμε δέκα από τις πιο γνωστά ελληνικά ονόματα (ποικιλίες) , χωρίς φυσικά να ξεχνάμε ή να υποτιμούμε και άλλες μοναδικές ελληνικές ποικιλίες που δίνουν μόνες τους ή σε συνδυασμό με άλλες, υπέροχα ελληνικά κρασιά!

 

Ασύρτικο

Το Ασύρτικο είναι μια σπάνια λευκή ποικιλία παγκόσμιας κλάσης και μια από τις σπουδαιότερες ποικιλίες που απαντώνται στη λεκάνη της Μεσογείου. Προέρχεται από τη Σαντορίνη, αλλά εξαπλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και έγινε, από άποψη ποιότητας, μία από τις πιο σημαντικές γηγενείς ποικιλίες. Δίνει κυρίως λευκά ξηρά κρασιά, μερικά από τα οποία ωριμάζουν σε βαρέλι. Ωστόσο, ορισμένα γλυκά κρασιά παράγονται από λιαστό σταφύλι (λιαστά κρασιά) της ποικιλίας Ασύρτικο. Είναι μία ποικιλία που διατηρεί την οξύτητά της καθώς ωριμάζει και οδηγεί σε ένα λευκό κρασί με γεύσεις λεμονιού και μια λεπτή επίγευση πίκρας και αλατιού στο φινίρισμα. Το Ασύρτικο απευθύνεται σε άτομα που αναζητούν λευκά κρασιά με αντισυμβατικό, έντονο στυλ ενώ είναι πολύ φιλικό με το φαγητό, ιδίως με το ψητό ψάρι και τα θαλασσινά.

 

 

Μοσχοφίλερο

Το Μοσχοφίλερο αναπτύσσεται στην περιοχή της κεντρικής Πελοποννήσου και παράγει ένα ξηρό, αρωματικό λευκό κρασί που προσφέρει ένα καθαρό χαρακτήρα, με γεύσεις ροδάκινου και γλυκού λεμονιού. Όσο παλαιώνουν, τα κρασιά αναπτύσσουν νότες αποξηραμένων φρούτων και βερίκοκων. Αν κάποιος ψάχνει λοιπόν μια ελληνική ποικιλία που να υπόσχεται να δροσίσει και να φρεσκάρει, προσφέροντας ταυτόχρονα έναν πρωτόγνωρο για μεσογειακή χώρα εξωτισμό, το ερυθρωπό Μοσχοφίλερο είναι η λύση. Το χαρισματικό αυτό σταφύλι – το πιο αρωματικό από όλα τα μέλη της οικογένειας των φιλεριών, όπως υποδηλώνει και το όνομά του, με το συνθετικό «μόσχο» – διαθέτει ρώγες με ερυθρωπή ή γκριζωπή φλούδα. Ωστόσο, χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ξηρών λευκών και ελάχιστων αφρωδών οίνων. 

 

Αγιωργίτικο

Το Αγιωργίτικο μαζί με το Ξινόμαυρο αποτελούν τις 2 ευγενείς ερυθρές ελληνικές ποικιλίες. Η πατρίδα του είναι η «Μικρή Βουργουνδία» ή αλλιώς η Νεμέα, η οποία έχει χαρακτηριστεί από το 1971 ως η ζώνη για την παραγωγή οίνων με Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ).
Το Αγιωργίτικο είναι μια ποικιλία με μεγάλη ιστορια! Αρχικά η Νεμέα ταυτίζεται με την Φλιασία, το μέρος που βασίλεψε ο Φλίας ( γιος του Διονύσου) όπου σύμφωνα με την παράδοση παραγόταν το βασιλικό κρασί που έπινε ο Αγαμέμνωνας στις Μυκήνες. Επίσης σύμφωνα με το μύθο το αγιωργίτικο ήταν το αίμα του Ηρακλή όταν σκότωσε το λιοντάρι της Νεμέας, ολοκληρώνοντας τον πρώτο του άθλο.
Το όνομα της ποικιλίας προέρχεται από ένα χωριό. Το 1838 δημιουργήθηκαν οι Δήμοι Φλιούντος και Νεμέας, που το 1840 συγχωνεύτηκαν στο Δήμο Νεμέας με πρωτεύουσα τον Αϊ-Γιώργη (τη σημερινή Νεμέα). Έχει και άλλες ονομασίες όπως αίμα του Ηρακλή, μαύρο της Νεμέας και Νεμεάτικο.
Η ποικιλία συνήθως δίνει κρασιά μετρίου σώματος και οξύτητας, με μέτριες, μαλακές τανίνες. Τα γευστικά χαρακτηριστικά της ποικιλίας είναι τα μικρά κόκκινα φρούτα όπως φράουλα, κεράσι, βατόμουρο, φραγκοστάφυλο και μοσχοκάρυδο με λεπτές νότες από βότανα και ομαλές τανίνες και η καραμέλα γάλακτος που τα συναντά κανείς στα πιο φρέσκα ερυθρά ή ροζέ κρασιά. 

 

Μαλαγουζιά

Η Μαλαγουζιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η ποικιλία-πεμπτουσία της αναγέννησης που έχουν σημειώσει τα σύγχρονα ελληνικά κρασιά, όπως διαπιστώνεται τα τελευταία είκοσι χρόνια. Στη δεκαετία του 1970, η Μαλαγουζιά θεωρείτο εξαφανισμένη και την ήξεραν ελάχιστοι. Σήμερα, πρωτίστως χάρη στις προσπάθειες του οινοπαραγωγού Βαγγέλη Γεροβασιλείου και μετά από επίπονη εργασία πανεπιστημιακών καθηγητών, κορυφαίων καλλιεργητών και οινολόγων, η Μαλαγουζιά θεωρείται ευρέως ως σταφύλι παγκόσμιας εμβέλειας, που δίνει έξοχα ξηρά λευκά κρασιά, καθώς επίσης και μερικά εκπληκτικά γλυκά.
Η Μαλαγουζιά δίνει κρασιά με μέτρια απαλό κιτρινοπράσινο χρώμα και πολύ έντονα, εξαιρετικά εκφραστικά αρώματα με νύξεις ροδάκινου, πράσινης πιπεριάς, βασιλικού και λουλουδιών. Προέλευση της εν λόγω ποικιλίας θεωρείται η δυτική πλευρά της κεντρικής Ελλάδας (Αιτωλοακαρνανία), όπου ήταν γνωστή κυρίως για την παραγωγή γλυκών κρασιών. Σύγχρονες καλλιέργειες εμφανίστηκαν ξανά στον αμπελώνα στη Χαλκιδική, ενώ υπάρχουν πολυάριθμοι παραγωγοί που καλλιεργούν πια Μαλαγουζιά, που απαντάται έτσι, σε πολλές αμπελουργικές περιοχές της Ελλάδας.
Είναι μια εξαιρετικά επιτυχημένη ποικιλία αμπέλου, με μεγάλη αναγνώριση. Τα κρασιά από αυτήν είναι αντιπροσωπευτικά δείγματα αρωματικών λευκών κρασιών, γεμάτα ζωντάνια και πολυπλοκότητα. 

 

Ξινόμαυρο

Το Ξινόμαυρο είναι μια μοναδικά ιδιαίτερη ποικιλία της Μακεδονίας, κυρίως στις περιοχές Νάουσα και Αμύνταιο. Παρουσιάζει μια καλή δυναμική παλαίωσης και έναν πλούσιο τανικό χαρακτήρα και υψηλή οξύτητα. Δίνει κρασιά με πολύ χαρακτηριστικά αρώματα και γεύση που πολλές φορές αναγνωρίζονται ακόμα και με τα μάτια κλειστά.  
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι αμπελώνες της Νάουσας προσβλήθηκαν από φυλλοξήρα και σταδιακά καταστράφηκαν. Τη δεκαετία του 1960, ξεκινάει η προσπάθεια  να ξαναζωντανέψει η αμπελοκαλλιέργεια στην περιοχή. Ο Γιάννης Μπουτάρης το 1968, μετατρέπει 520 στρέμματα άγριων δένδρων και θάμνων σε αμπελώνα στο Γιαννακοχώρι Νάουσας, καλλιεργώντας Ξινόμαυρο.
Τελικά το 1972 η Νάουσα κατοχυρώθηκε νομοθετικά ως αμπελουργική ζώνη Ονομασίας Προέλευσης και μετά από έντονες προσπάθειες φτάνει σήμερα τα 7.000 στρέμματα. Περισσότερο από το 30-40% των κρασιών της Νάουσας εξάγονται και ενδεικτικό της διεθνούς αποδοχής είναι ότι έχει φυτευθεί ξινόμαυρο μέχρι και στο Penedes της Ισπανίας από το Οινοποιείο Torres (ένα από τα γνωστότερα).
Η ποικιλία δίνει ερυθρά κρασιά με μέτριο σώμα, υψηλή οξύτητα και έντονες τανίνες. Στο ποτήρι το χρώμα μπορεί να είναι από μέτριο ρουμπινί μέχρι και κεραμιδί, ανάλογα με την οινοποίηση και την παλαίωση.
Το κυρίαρχο και χαρακτηριστικότερο άρωμα του Ξινόμαυρου είναι η τομάτα, σε διάφορες εκδοχές, από φρέσκια έως λιαστή και από πελτές έως γλυκό του κουταλιού. Επιπροσθέτως, έχει αρώματα ελιάς (μαύρης, πάστας ή φύλλων), κόκκινων φρούτων (φράουλα, κράνο, φραγκοστάφυλο), έντονο φυτικό (φασκόμηλο, δεντρολίβανο, ευκάλυπτο) αλλά και γήινο (μανιτάρι, χώμα) χαρακτήρα. 

Επιπλέον το ξινόμαυρο μπορεί να δώσει ροζέ και λευκά κρασιά, με τη μέθοδο blanc de noir, αλλά και ιδιαίτερα εντυπωσιακά αφρώδη. Το Ξινόμαυρο είναι αποκλειστικά υπεύθυνο ή συμμετέχει στα ερυθρά κρασιά ΠΟΠ Νάουσα, ΠΟΠ Αμύνταιο, ΠΟΠ Γουμένισσα (Ξινόμαυρο – Νεγκόσκα) και ΠΟΠ Ραψάνη (Ξινόμαυρο- Κρασάτο – Σταυρωτό), καθώς και στα ξηρά ήσυχα και αφρώδη κρασιά του Αμυνταίου (ΠΟΠ Αμύνταιο). 

 

Βιδιανό

Ένα από τα παλαιότερα κρητικά λευκά σταφύλια, το Βιδιανό είναι ένα ανερχόμενο αστέρι ανάμεσα στις αυτόχθονες ποικιλίες του νησιού. Ήταν σχεδόν εξαφανισμένο μέχρι οι Κρητικοί οινοποιοί να κατανοήσουν τις δυνατότητές του και να εργαστούν σκληρά για να αναβιώσουν τη μεγάλη πολυπλοκότητά του. Το Βιδιανό αποτελεί «κρυμμένο θησαυρό» για κάθε γνώστη οινόφιλο. Πρόκειται για μια λευκή ποικιλία, που προέρχεται από την Κρήτη και χρησιμοποιείται για την παραγωγή λευκών ξηρών οίνων, που μερικές φορές ωριμάζουν σε βαρέλι. Το Βιδιανό είναι μια ποικιλία που εντοπίζεται κυρίως γύρω από την περιοχή του Ρεθύμνου Κρήτης και καλύπτει μικρές εκτάσεις, ενώ υπάρχει ένας εξαιρετικά περιορισμένος αριθμός αμπελώνων πιο ανατολικά, κοντά στο Ηράκλειο. Δίνει κρασιά κιτρινοπράσινου χρώματος, με έντονα, ξεχωριστά και πολυσύνθετα αρώματα, που ανάμεσα σε άλλα θυμίζουν αυτά του ώριμου ροδάκινου και του βερίκοκου, με νύξεις αρωματικών βοτάνων και ορυκτότητας. Στο στόμα είναι γεμάτα και έχουν υψηλή αλκοόλη, την οποία εξισορροπεί ικανοποιητικά η μετρίως υψηλή οξύτητα. 
Καταναλωτές και γευσιγνώστες μπορεί να χρειαστεί να δώσουν μάχη για να αποκτήσουν μερικές φιάλες Βιδιανό, από τις ελάχιστες που φτάνουν στην αγορά. Έτσι, το να δοκιμάσει κάποιος Βιδιανό αποτελεί πρόκληση από μόνο του. Τα κρασιά αυτής της ποικιλίας ξεδιπλώνουν θαυμάσια την προσωπικότητά τους όταν συνοδεύουν ζυμαρικά με θαλασσινά ή ψάρια ψητά στα κάρβουνα. Παρότι ο χρόνος παλαίωσης του Βιδιανού δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα, διάφοροι οινοκριτικοί πιστεύουν ότι τα κρασιά αυτής της ποικιλίας παλαιώνουν με ασφάλεια για πέντε ή περισσότερα χρόνια.

 

Σαββατιανό

Επίσης γνωστό ως σταφύλι του Σαββάτου, το Σαββατιανό είναι η κύρια λευκή ποικιλία από την περιοχή της Αττικής, με σημαντική αντοχή στη θερμότητα. 
Είναι από τις ευρέως καλλιεργούμενες ποικιλίες στην Ελλάδα και η εντυπωσιακή αντοχή της στην ξηρασία και τη ζέστη την έκανε πρωταγωνιστή στον Αττικό αμπελώνα, που είναι από τους πιο θερμούς και ξηρούς. Είναι πολύ καλή στα ξηρά αλλά και στα γλυκά κρασιά, που συνηθίζονται στην Αττική κυρίως. Σε αντίθεση με τις περισσότερες ελληνικές λευκές ποικιλίες, «κολακεύεται» πολύ από το βαρέλι, αποκτώντας ενδιαφέροντα αρώματα μελιού και αποξηραμένου βερίκοκου. Αν είναι να συνδυαστεί με κάτι, συνήθως είναι με ασύρτικο ή ροδίτη, προσδίδοντας βάθος και φινέτσα.
Το Σαββατιανό είναι γηγενής ποικιλία της Αττικής. Από εκεί η καλλιέργειά του μεταφέρθηκε στη Βοιωτία, την Εύβοια, ακόμη και στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας σύμφωνα με τον Όμηρο. Το Σαββατιανό είναι η ποικιλία βάση της ρετσίνας, του πιο γνωστού παραδοσιακού ελληνικού κρασιού. Η «συνταγή» της ρετσίνας εικάζεται ότι δημιουργήθηκε χιλιάδες χρόνια πριν, κατά την αποθήκευση κρασιού μέσα σε αμφορείς. Κατά τη Μυκηναϊκή εποχή το ελληνικό κρασί μεταφερόταν στον αρχαίο κόσμο μέσα σε αμφορείς, οι οποίοι στεγανοποιούνταν και σφραγίζονταν με ρετσίνι. Έτσι παρατήρησαν τα ιδιαίτερα αρώματα που έδινε το ρετσίνι στο κρασί και το υιοθέτησαν. Δυστυχώς η ρετσίνα κακοποιήθηκε αργότερα, όταν με υπερβολικές ποσότητες από ρετσίνι προσπαθούσαν να «μασκαρέψουν» ελαττωματικά και κακής ποιότητας κρασιά. Σήμερα αυτό έχει αλλάξει καθώς πολλοί νέοι οινοποιοί, με προσεκτικές οινοποιήσεις σαββατιανού και όχι μόνο, έχουν καταφέρει να παράξουν ρετσίνες με διακριτικά αρώματα πεύκου επιτρέποντας στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κρασιού να φανούν. Έτσι και η ρετσίνα κατακτά σιγά σιγά τη θέση που της αξίζει.
Το Σαββατιανό δίνει συνήθως υψηλόβαθμα κρασιά με μέτρια οξύτητα και μέτριο σώμα. Το χρώμα στο ποτήρι μπορεί ναι ποικίλει από λεμονοπράσινο μέχρι χρυσαφί, ανάλογα με την οινοποίηση και την παλαίωση.
Ένα φρέσκο σαββατιανό έχει αρώματα αχλαδιού, ροδάκινου, μπανάνας, πεπονιού, λεμονιού και λευκών άνθεων. Με το βαρέλι αποκτά νότες μελιού, αποξηραμένου βερίκοκου, βουτύρου και καραμέλας.
Το Σαββατιανό έχει αποδείξει ότι έχει εξαιρετικές δυνατότητες παλαίωσης και εξελίσσεται πολύ όμορφα με το χρόνο.

 

Μαυροδάφνη

Η "μαύρη δάφνη" της Ελλάδας είναι μια ποικιλία που καλλιεργείται κυρίως στην Πελοπόννησο και την Κεφαλονιά. Συνήθως αναμειγνύεται με το σταφύλι της μαύρης κορινθιακής σταφίδας για να παράγει ένα επιτραπέζιο κρασί με ξεχωριστή γεύση σταφίδας και σοκολάτας και υψηλές τανίνες. Ορισμένοι παραγωγοί το αναμιγνύουν και με άλλες ποικιλίες, παράγοντας πλούσια και γεμάτα ξηρά κόκκινα κρασιά.

Όταν πριν από 150 περίπου χρόνια ο Γερμανός Γουστάβος Κλάους (Gustav Clauss) εγκαταστάθηκε έξω από την Πάτρα και οινοποίησε την πρώτη γλυκιά Μαυροδάφνη, αποκλείεται να φανταζόταν ότι θα γινόταν ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα προϊόντα του ελληνικού αμπελώνα. Ούτε βέβαια ότι σήμερα, η Μαυροδάφνη, εκτός από τα εν δυνάμει εξαιρετικά γλυκά κρασιά, με τις γεωγραφικές ενδείξεις «Μαυροδάφνη Πατρών» και «Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς», θα έδινε τόσο σημαντικά όσο και ιδιαίτερα ξηρά κρασιά.
Η Πελοπόννησος και ιδιαίτερα το ΒΔ τμήμα της διαθέτει το μεγαλύτερο ποσοστό των αμπελώνων Μαυροδάφνης. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η χρήση της περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην παραγωγή των διακεκριμένων ενισχυμένων επιδόρπιων οίνων με την ένδειξη ΠΟΠ Μαυροδάφνη Πατρών. Το ίδιο συνέβαινε και στην Κεφαλλονιά, το νησί του Ιονίου, που παράγει σε ελάχιστες ποσότητες τα επίσης γλυκά και σπανιότατα κρασιά ΠΟΠ Μαυροδάφνη Κεφαλλονιάς. Το σχεδόν μαύρο χρώμα, τα πυκνά αρώματα αποξηραμένου δαμάσκηνου και μαύρης σταφίδας, το υψηλό αλκοόλ και η μέτρια οξύτητα που χαρακτηρίζουν τα κρασιά της ποικιλίας, ταιριάζουν γάντι σε ένα κλασικό προφίλ γλυκών κρασιών. Κατόπιν όμως, έρχεται η ιδιαίτερα πικάντικη «πικράδα», που δίνει μια σύνθετη διάσταση στο τελείωμα των κρασιών από Μαυροδάφνη. Η Μαυροδάφνη είναι δίχως αμφιβολία μια σπουδαία ποικιλία του ελληνικού αμπελώνα. Καταξιωμένη στο κομμάτι των γλυκών, «τύπου Port» κρασιών, αλλά και ανεξερεύνητη όσο και αναπάντεχη στην ξηρή έκφρασή της, είναι σίγουρο ότι θα κερδίσει τους εραστές της οινικής αυθεντικότητας, διαφορετικότητας και ποικιλομορφίας.

 

Vinsanto

Εδώ θα μιλήσουμε για ένα διάσημο κρασί παρά για μια ποικιλία. Αυτό το αποξηραμένο στον ήλιο γλυκό κρασί προέρχεται από το νησί της Σαντορίνης και δημιουργείται από τρεις λευκές ποικιλίες σταφυλιών: Ασύρτικο, Αηδάνι και Αθήρι. Είναι ένα κρασί με αρώματα σταφίδας, αποξηραμένου βερίκοκου, βατόμουρου και κεράσι μαρασκίνο, το οποίο προσφέρει επίσης εντυπωσιακές αντιθέσεις μεταξύ γλυκών και πικρών γεύσεων που προκαλούνται από τις αξιοσημείωτες τανίνες του. Το χρώμα του είναι σκούρο μπρούτζινο.
Το λευκό γλυκό κρασί της Σαντορίνης ή... ο «άγιος οίνος»; Αν και το πρώτο είναι το σίγουρο (Vino di Santorini), δεν αποκλείεται να ισχύουν και τα δύο, αφού το σπουδαίο σαντορινιό Vinsanto (ΠΟΠ Σαντορίνη) είναι πράγματι… «θείο»! Ξακουστό ήδη από τον 12° αιώνα, το Vinsanto γνώρισε μεγάλη άνθηση μετά το 1783, όπου πήρε το δρόμο για τις μεγάλες αγορές της Ρωσίας. Σήμερα, περισσότερο από δύο αιώνες αργότερα, πανάξια κατατάσσεται ανάμεσα στους κορυφαίους επιδόρπιους οίνους του πλανήτη.
Όλα ξεκινούν από το μοναδικό terroir που διαθέτει το παγκοσμίως ξακουστό νησί της Σαντορίνης. Το ηφαιστειογενές, γεμάτο ελαφρόπετρες έδαφος, τα μεγάλης ηλικίας αμπέλια, οι τρομακτικά χαμηλές αποδόσεις, οι πρωινές υγρασίες, που διασφαλίζουν την απαιτούμενη ποσότητα νερού, το ανεμοδαρμένο και ηλιοκαμένο τοπίο, η διαμόρφωση των κλημάτων σε «κουλούρες», η παράδοση... Όλα συνθέτουν ένα περιβάλλον ανεπανάληπτο, το οποίο προικίζει με μοναδικές ιδιότητες και χαρακτήρα το ασύρτικο, το αϊδάνι και μικροποσότητες από άλλες λευκές γηγενείς ποικιλίες, με μπροστάρη το αθήρι, από τις οποίες παράγεται το Vinsanto.
Ένα νεαρό Vinsanto διαθέτει πορτοκαλόχρυσο χρώμα και φρουτώδη χαρακτήρα, που θυμίζει κυδώνι, μαγειρεμένο σύκο, χουρμά και ώριμα κίτρινα φρούτα, καθώς και μέλι και καραμέλα, ενώ ένα «υπερήλικο νέκταρ» έχει χρώμα μαονιού και έντονα τριτογενή αρώματα, πλημμυρισμένα στον καφέ, τα αποξηραμένα φρούτα, το πετιμέζι και το λιβάνι. Σε κάθε περίπτωση, ένα Vinsanto διαθέτει τα βασικά χαρακτηριστικά που μαρτυρούν τη σπουδαία ράτσα του και το ξεχωριστό terroir από το οποίο προέρχεται: εκπληκτική συμπύκνωση, ορυκτώδης (mineral) χαρακτήρας και υψηλή οξύτητα!
Επιδόρπια με βάση την καραμέλα, το σύκο, τους ξηρούς καρπούς, τον καφέ ή το κυδώνι είναι κατάλληλοι συνοδοί των Vinsanto. Η κλάση και η δύναμή τους επιτρέπουν όμως και πιο τολμηρούς συνδυασμούς, με έντονα αλμυρά τυριά, όπως είναι η κοπανιστή ή το roquefort.

 

Μοσχάτο Σάμου

Για πρώτη φορά το Σαμιώτικο μοσχάτο κρασί αναφέρεται σε ένα κανόνα από τον Καισάριο Δαπόντε ( 1714-1784) που γράφει: "Κρασί σκοπελίτικο, κουμανταριά κυπριώτικη, μοσχάτο σαμιώτικο και μερικά της Φραγκιάς, ….. εκλεκτά πράγματα". Στο ποίημα του Λόρδου Βύρωνα "Τα ελληνικά νησιά" υπάρχει σχετική αναφορά στον στίχο "γεμίστε ξέχειλη την κούπα σαμιώτικο κρασί!"

Όπως αναφέρεται από διάφορους συγγραφείς, η ποικιλία μοσχάτο Σάμου, έχει Μικρασιατική προέλευση και είναι προϊόν μεταλλαγής. Εμφανίστηκε στη Σάμο κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, όπου λόγω περιβάλλοντος αναπτύχθηκε με επιτυχία. Από αυτή προέρχεται η γνωστή Γαλλική ποικιλία Muscat de Frontignan που καλλιεργείται στη μεσημβρινή Γαλλία και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι Γάλλοι, κατά την εποχή της φυλλοξήρας, πήραν μοσχεύματα απ' τη Σάμο και τα φύτεψαν στη Γαλλία δημιουργώντας αυτή την ποικιλία.

Το κρασί της Σάμου άρχισε να γίνεται γνωστό στην Ευρώπη και από εκεί σε όλο τον κόσμο, από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν η φυλλοξήρα κατέστρεφε τα αμπέλια της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι και κυρίως Γάλλοι και Ιταλοί για να εξασφαλίσουν κρασί και άλλα αμπελοκομικά προϊόντα, όπως τη σταφίδα, (από την οποία κατασκεύαζαν και κρασί), στράφηκαν προς τις ανατολικές χώρες που ήταν αμόλυντες, μεταξύ των οποίων ήταν και η Σάμος. Η μεγάλη ζήτηση τέτοιων προϊόντων έφερε την αύξηση των τιμών και αυτές ήταν το κίνητρο για την επέκταση των αμπελιών, έτσι η Σάμος έγινε ένας τεράστιος αμπελώνας, αναβαθμίσθηκε και φυτεύτηκαν με αμπέλια και οι πιο άγονες περιοχές. 

Το Μοσχάτο Σάμου καλλιεργείται σήμερα συστηματικά κυρίως στην Σάμο, αλλά και στην βορειοδυτική Πελοπόννησο. Τη συναντάμε επίσης και στα άλλα κυκλαδίτικα νησιά, καθώς και στα Δωδεκάνησα.

Είναι μια ποικιλία αρκετά παραγωγική, με σταφύλια μέτριου μεγέθους,  με το χαρακτηριστικό άρωμα του μοσχάτου.

Το Μοσχάτο Σάμου δίνει φυσικά γλυκά και ημίγλυκα κρασιά, που ανάλογα με την οινοποίησή τους συναντούμε αρώματα λουλουδιών, μελιού και μπαχαρικών και αποξηραμένων φρούτων, καθώς και επιτραπέζια ξηρά με το χαρακτηριστικό μοσχάτο άρωμα.Από τα πιο δημοφιλή είναι το Vin Doux, με λιγότερη οξύτητα από άλλες ποικιλίες Σαμιώτικων κρασιών. Το Samos Anthemis, ηλικίας πέντε ετών,έρχεται με ένα πορτοκαλί χρώμα και δίνει γεύσεις βουτύρου,καραμέλας και ελαφριά υποψία μελάσας. Τέλος, το Samos Nectar είναι φτιαγμένο από σταφύλια που έχουν υποστεί ξήρανση στον ήλιο και έχει παραμείνει για 3 χρόνια μέσα σε δρύινα βαρέλια. Αυτό το κρασί έχει έντονα αρώματα, πιο σκοτεινό καφέ χρώμα και παρουσιάζει χαμηλότερο επίπεδο αλκοόλ από άλλα επιδόρπια κρασιά.

Πηγές: